- Ρωμαίος
- ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και Ρωμαΐς, Α1. ο πολίτης, ο κάτοικος τής Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη Ρώμη2. ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος Ιταλός3. κάθε υπήκοος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που είχε λάβει από το 212 μ.Χ. το δικαίωμα τού πολίτηνεοελλ.-μσν.(ειδικά) ο ελληνόφωνος χριστιανός ορθόδοξος κάτοικος τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο Ρωμιόςμσν.ο υπήκοος τού Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, συχνά κατ' αντιδιαστολήν προς τους «Λατίνους», τους δυτικούς Ρωμαίους («διατ' ἦτον σπίτιν ὁλωνῶν, Ῥωμαίων καὶ Λατίνων», Άλωσις Κων / πόλεως, Legrand, Bibliotheque)αρχ.το ουδ. ως ουσ. α) εν. τὸ Ῥωμαῑονο ναός τής θεοποιημένης Ρώμηςβ) πληθ. τὰ Ῥωμαίαοι αγώνες τών Ρωμαίων («Ῥωμαῑα τὰ ἐν Χαλκίδι», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥώμη + κατάλ. -αῖος*].
Dictionary of Greek. 2013.